- μετέδοξε
- μεταδοκέωchange one's opinionaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταδοκώ — μεταδοκῶ, έω (Α) [δοκώ] (συν. απρόσ.) αλλάζω γνώμη, μετανιώνω (α. «δείσασα μή σφι μεταδόξῃ», Ηρόδ. β. «μετέδοξέ σοι ταῡτα βελτίω εἶναι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek